ἰόντ'

ἰόντ'
ἰόντα , εἶμι
ibo
pres part act masc acc sg
ἰόντα , εἶμι
ibo
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἰόντι , εἶμι
ibo
pres part act masc/neut dat sg
ἰόντε , εἶμι
ibo
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual
ἰόντα , εἰμί
sum
pres part act masc acc sg (doric)
ἰόντα , εἰμί
sum
pres part act neut nom/voc/acc pl (doric)
ἰόντι , εἰμί
sum
pres part act masc/neut dat sg (doric)
ἰόντε , εἰμί
sum
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …   Dictionary of Greek

  • ιοντοεναλλάκτες — οἱ ουσίες σε στερεά κατάσταση, αδιάλυτες στο νερό και ικανές να ανταλλάξουν ιόντα με ηλεκτρολυτικά διαλύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰόν, ἰόντ ος + ἐν αλλάκτες (< ἐν αλλάσσω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου με αντιδάνειο το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιοντοεναλλαγή — και ιοντοανταλλαγή και ιονανταλλαγή, η η ανταλλαγή ιόντων μεταξύ ιοντισμένων σωμάτων αδιάλυτων στο νερό και ιοντικών (ηλεκτρολυτικών) διαλυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰόν, ἰόντ ος + ἐν αλλαγή (< ἐν αλλάσσω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου με αντιδάνειο… …   Dictionary of Greek

  • ιοντώ — όω και ιοντώνω ιοντίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ioniser < ion (πρβλ. ιόν, ιόντ ος) + κατάλ. iser, που αποδίδεται στην ελλ. με την όω / ώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”